- καρανιστήρ
- κᾰρᾱν-ιστήρ, ῆρος, ο, ἡ,A beheading, touching the head,
κ. δίκαι A.Eu. 186
:—also [suff] κᾰρᾱν-ιστὴςμόρος E.Rh.817
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κ. δίκαι A.Eu. 186
:—also [suff] κᾰρᾱν-ιστὴςμόρος E.Rh.817
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
καρανιστήρ — καρανιστήρ, ῆρος, ὁ και ἡ (Α) αυτός που αποβλέπει στον αποκεφαλισμό, στην αποτομή τής κεφαλής («καρανιστῆρες... δίκαι» δίκες που αποκεφαλίζουν, Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κάρανον, πιθ. μέσω ενός αμάρτ. ρ. *καρανίζω] … Dictionary of Greek
καρανιστῆρες — καρᾱνιστῆρες , καρανιστήρ beheading masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)